- ἠλιθιότης
- ἠλῐθῐ-ότης, ητος, ἡ,A folly, silliness, Cratin.188, Pl.R.560d, al., Phld.Rh.1.249 S., etc.;
γνώμης Them.Or.1.11d
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γνώμης Them.Or.1.11d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἠλιθιότης — folly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιθιότητα — ἠλιθιότης folly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιθιότητι — ἠλιθιότης folly fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιθιότητος — ἠλιθιότης folly fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιθιότητα — η (AM ἠλιθιότης) [ηλίθιος] το γνώρισμα τού ηλιθίου, μωρία, ανοησία βλακεία νεοελλ. 1. σύμφυτη ή επίκτητη διανοητική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο βρίσκεται στην κατώτατη βαθμίδα διανοητικής ανάπτυξης, τής οποίας αμέσως κατώτερος βαθμός είναι … Dictionary of Greek